Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φάρμακα μητιόεντα

См. также в других словарях:

  • μητιόεις — μητιόεις, εσσα, εν (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές 2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα όεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»